- κοβαλεύω
- κοβᾱλ-εύω,A carry as a porter,
χόρτον POxy.146
(vi A.D.);θρύα εἰς οἶκον PLond.1.131r
.296 (i A.D.), cf. EM524.28, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χόρτον POxy.146
(vi A.D.);θρύα εἰς οἶκον PLond.1.131r
.296 (i A.D.), cf. EM524.28, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] … Dictionary of Greek
κοβαλεύω — carry as a porter pres subj act 1st sg κοβαλεύω carry as a porter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλεύειν — κοβαλεύω carry as a porter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλεία — κοβαλεία, ἡ (Α) [κοβαλεύω] αναίσχυντη κατεργαριά … Dictionary of Greek
κοβαλικεύω — (Α) [κοβαλικός] κοβαλεύω* … Dictionary of Greek
κοβαλισμός — κοβαλισμός, ὁ (Α) η μεταφορά, το κουβάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο *κοβαλίζω] … Dictionary of Greek
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… … Dictionary of Greek